τίθημι

τίθημι
ΝΜΑ
(μέσ.-παθ.) τίθεμαι
τοποθετούμαι
νεοελλ.
(κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής»
i) μπαίνω πρώτος στη σειρά
ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι
β) «τίθεμαι επί ποδός» — δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι
γ) «τίθεμαι επί το έργον» — καταπιάνομαι αμέσως με ένα έργο
δ) «τίθεμαι εκτός νόμου»
(σχετικά με οργάνωση) απαγορεύεται η δράση μου, κηρύσσομαι παράνομος
ε) «τίθεμαι υπό απαγόρευση»
i) (για πρόσ.) περιέρχομαι σε κατάσταση αδυναμίας για οποιαδήποτε μορφή δικαιοπραξίας μετά από δικαστική απόφαση με την οποία αποδεικνύεται ότι έχω χάσει τις βουλητικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις
ii) απαγορεύεται η δράση μου
iii) (για πράγμ.) απαγορεύεται η χρήση μου συνήθως μετά από σχετική κρατική απόφαση
στ) «τίθεμαι επί τα ίχνη κάποιου» — ανακαλύπτω τα ίχνη ενός προσώπου και αρχίζω την παρακολούθησή του
αρχ.
1. (με τοπ. σημ. και συχνά με επιρρ., με εμπρόθ. προσδ. δηλωτικούς τοπικών σχέσεων, στην ποίηση και με δοτ. τοπ.) φέρνω και βάζω κάτι κάπου, τό τοποθετώ σε έναν τόπο (α. «ἐκελήσατο θέμεν τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον», επιγρ.
β. «τίς δὲ μοι ἄλλοσ' ἔθηκε λέχος;», Ομ. Οδ.
γ. «ἅρματα δ' ἄμ βωμοῑσι τίθει», Ομ. Οδ.
δ. «θεῑσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις», Ευρ.)
2. (συν. με τις προθέσεις ἐν ή εἰς) τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «ἐς δίφρον ἄρνας θέτο», Ομ. Ιλ.
β. «θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα», Ομ. Ιλ.)
3. καταθέτω κάτι ως παρακαταθήκη, παραδίδω σε κάποιον χρήματα ή πράγματα για φύλαξη («τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἔως», πάπ.)
4. βάζω υποθήκη, υποθηκεύω
5. πληρώνω, καταβάλλω τόκο, εισφορά, το μετοίκιο κ.ά.
6. καταγράφω, σημειώνω («θοῡ δ' ἐν φρενῶν δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους», Σοφ.)
7. υπολογίζω, λογαριάζω («θήσω εἰς δύο παῑδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῡ», Λυσ.)
8. θάβω, ενταφιάζω
9. (σχετικά με φυτά) εμφυτεύω
10. (σχετικά με έπαθλα σε αγώνες) ορίζω ως βραβείο, αθλοθετώ
11. (σε χρήση μετά τον Όμ.) (σχετικά με πολιτικές ενέργειες) προβάλλω, παρουσιάζω στον λαό προκειμένου αυτός να κρίνει και να αποφασίσει («βούλομαι ὑμῑν εἰς τὸ μέσον αὐτὸ θεῑναι», Ξεν.)
12. αφιερώνω αγάλματα
13. παρέχω, χορηγώ, δίνω («εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἔκτορι θήσετε τιμήν», Ομ. Ιλ.)
14. (με απρμφ.) ορίζω, θεσπίζω («[ὁ Λυκοῡργος] ἔθηκε θύειν βασιλέα πρὸ τῆς πόλεως τὰ δημόσια», Ξεν.)
15. (σχετικά με αγώνες) διοργανώνω ή καθιερώνω
16. διατάζω («οὕτω νῡν Ζεὺς θείη», Ομ. Οδ.)
17. διευθύνω, διοικώ («ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῡντες τῶνδε δωμάτων καλῶς», Αισχύλ.)
18. τακτοποιώ («εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα», Ευρ.)
19. στρώνω μωσαϊκό
20. α) (συχνά με δύο αιτ. από τις οποίες η μία είναι αντικ. και η άλλη κατηγ.) φέρνω σε μια κατάσταση ή διάθεση ή προσδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα (α. «ἥ τε με τοῑον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.
β. «ἕως ἄν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου», ΠΔ)
β) (με απρμφ.) παρέχω τη δυνατότητα σε κάποιον να κάνει κάτι («πεπρωμένον ἔθηκε μοῑραν μετατραπεῑν ἀνδροφθόρον», Πίνδ.)
21. (σχετικά με εμπόλεμες καταστάσεις και διαμάχες) οδηγώ σε αίσια έκβαση, διευθετώ
22. (στα παιχνίδια πεσσεία* και κυβεία) τοποθετώ τους κύβους σωστά
23. (για τεχνίτη) κάνω, κατεργάζομαι
24. προξενώ, προκαλώ («Ἀχαιοῑς ἄλγε' ἔθηκεν», Ομ. Ιλ.)
25. (το ενεργ. και κυρίως το μέσ.) (σχετικά με διανοητική ενέργεια) θέτω κάτι ως ορισμένο ή δεδομένο, τό υπολογίζω ή και θεωρώ ως... (α. «θῶμεν δύο εἴδη [εἶναι]» — θεωρούμε ως δεδομένο ότι υπάρχουν δύο είδη, Πλάτ.
β. «ποῡ χρὴ τίθεσθαι ταῡτα;» — πώς πρέπει να τά θεωρούμε αυτά; Σοφ.
γ. «δαιμόνιον αὐτὸ τίθημ' ἐγώ», Σοφ.
δ. «ἐμὲ θὲς τῶν πεπεισμένων» — υπολόγισέ με μεταξύ αυτών που έχουν πειστεί, Πλάτ.
ε. «οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῡτον» — δεν τόν λογαριάζω ζωντανό, Σοφ.)
26. επιβεβαιώνω κάτι, σε αντιδιαστολή προς το αἴρω
27. μέσ. α) διευθύνω για δικό μου όφελος («σοφοὺς... εἰς δύναμιν τίθεσθαι», Κρατίν.)
β) κάνω ή παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου
γ) τοποθετώ κάθισμα για τον εαυτό μου
28. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ θείς
αυτός που βάζει υποθήκη
29. (η μτχ. αρσ. μέσ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ θέμενος
αυτός που δέχεται, που παίρνει την υποθήκη, ο ενυπόθηκος δανειστής
30. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ τιθέμενα
τα βραβεία
31. φρ. α) «τίθημί τινί τι ἐν χερσί [ή ἐν χειρί ή ἐν χείρεσι]» ή «τίθημι ἐς χεῑρά τινος» — τοποθετώ κάτι στα χέρια κάποιου, εγχειρίζω κάτι σε κάποιον
β) «τίθεμαι τὴν ψῆφον»
i) ρίχνω την ψήφο στην κάλπη (Αισχύλ.)
ii) (γενικά) ψηφίζω
γ) «τίθεμαι γνώμῃ» — συντάσσομαι με τη γνώμη κάποιου (Σοφ., Ηλιόδ.)
δ) «τίθεμαι τὴν γνώμην» — λέω τη γνώμη μου (Ηρόδ.)
ε) «τίθημί τινί τι ἐν στήθεσσι [ή ἐν φρεσί]»
(στον Όμ.) εμβάλλω στην καρδιά ή στον νου κάποιου
στ) «ἐνὶ φρεσὶ τίθεμαι»
(στον Όμ.) σκέφτομαι να πράξω κάτι
ζ) «τίθεμαι ἐν τῇ ἐμαυτοῡ καρδίᾳ»
(στην ΚΔ) διαλογίζομαι
η) «χάριν τίθεμαί τινι»
μτφ. υποχρεώνω κάποιον, τού κάνω κάτι προκειμένου να μού χρωστά ευγνωμοσύνη (Ηρόδ., Αισχύλ.)
θ) «τίθεμαι τὰ ὅπλα»
στρ. i) τοποθετώ με τάξη τα όπλα στο στρατόπεδο και βρίσκομαι σε εγρήγορση προκειμένου να επιτεθώ αν παρουσιαστεί κίνδυνος
ii) παρατάσσομαι για μάχη
iii) καταθέτω τα όπλα, παραδίδομαι στον εχθρό
iv) (με το επίρρ. εὖ) διατηρώ τον οπλισμό μου σε καλή κατάσταση (Ξεν., Ομ. Ιλ.)
ι) «τίθεμαι τὰς ἀσπίδας» — παραδίδομαι στον εχθρό (Ξεν.)
ια) «πόλεμον τίθεμαι» — καταπαύω τον πόλεμο (Θουκ.)
ιβ) «τίθεμαι παῑδα... υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ»
(για γυναίκα) μένω έγκυος (Ύμν. Αφρ.)
ιγ) «πόδα τίθημι» — περπατώ, βαδίζω ή τρέχω (Αισχύλ.)
ιδ) «τίθημι τὰ γόνατα»
(στην ΚΔ) κλίνω τα γόνατα, γονατίζω
ιε) «ἐν ὄμμασι τίθεσθαι» — τοποθετώ κάτι μπροστά στα μάτια κάποιου
ιστ) «τίθημι εἰς μέσον [ή ἐς μέσσον]» — ορίζω ως βραβείο σε αγώνα
ιζ) «τίθημι τι εἰς τὸ κοινόν» — θέτω μια πρόταση, κυρίως πολιτική ενέργεια, στην κρίση τού λαού (Ξεν.)
ιη) «ἐν μέσῳ τίθημι τι» — παρεμβάλλω κάτι σε παρένθεση (Αισχύλ.)
ιθ) «τίθεμαι ὄνομα [ή οὔνομα]» — δίνω στο παιδί μου το όνομά μου ή το όνομα που εγώ επιθυμώ
κ) «τίθημι νόμον»
(για νομοθέτη) θεσμοθετώ
κα) «τίθεμαι νόμον»
(για λαό, ιδίως στις δημοκρατικές πολιτείες) ψηφίζω νόμο, παίρνω μέρος στην ψήφιση νόμων
κβ) «σκῆψιν τίθημι» — προφασίζομαι (Σοφ.)
κγ) «τίθεμαι ἡμέραν» — ορίζω από κοινού μία ημέρα (Δημοσθ.)
κδ) «τίθημι διαθήκην» — κάνω διαθήκη πάπ.
κε) «τίθημί τινα ἄλοχόν τινος» — μεσολαβώ προκειμένου να παντρευτεί ένας άνδρας μια γυναίκα, γίνομαι προξενητής (Ομ. Ιλ.)
κστ) «γέλων τίθημί τινι» — προξενώ γέλιο σε κάποιους (Ευρ.)
κζ) «λόγους τίθημι εἰς μέτρα» — μετατρέπω τον πεζό σε ποιητικό λόγο (Πλάτ.)
κη) «γέλωτα τίθεμαί τινα» — κάνω κάποιον αντικείμενο γέλιου (Ηρόδ.)
κθ) «παῑδα [ή υἱὸν τίθεμαι]» — υιοθετώ κάποιον (Πλάτ.)
λ) «φίλον ἐμαυτῷ τίθεμαι» — θεωρώ κάποιον ως φίλο μου
λα) «οὐδαμοῡ τίθημί τι» — θεωρώ κάτι ως ανάξιο λόγου ή προσοχής (Δημοσθ.)
λβ) «τίθεμαι μάχην» — συνάπτω μάχη
λγ) «μαρτύρια τίθεμαι» — παρουσιάζω μαρτυρίες (Ηρόδ.)
λδ) «τίθεμαί τινός τι» — παίρνω κάτι από κάποιον (Πίνδ.)
λε) «τίθεμαι πόνον» — προξενώ βάσανα, ενοχλήσεις στον εαυτό μου (Αισχύλ.)
λστ) «σκέδασιν τίθημι» — διασκορπίζω (Ομ. Οδ.)
λζ) «τίθημι κρυφόν» — κρύβω (Πίνδ.)
λη) «νέμεσιν τίθημι» — οργίζομαι ή αγανακτώ (Πίνδ.)
λθ) «τίθημι αἶνον» — επαινώ (Πίνδ.)
μ) «τίθημι σωτηρίαν τινί» — σώζω κάποιον (Ευρ.)
μα) «τίθεμαι μάχην» — μάχομαι (Ομ. Ιλ.)
μβ) «τίθεμαι θυσίαν» — θυσιάζω (Πίνδ.)
μγ) «τίθεμαι γάμον» — παντρεύομαι (Πίνδ.)
μδ) «σπουδὴν τίθεμαι» — σπεύδω (Σοφ.)
με) «πρόνοιαν τίθεμαι» — προνοώ (Σοφ.)
μστ) «τίθεμαι λησμοσύναν τινῶν» — λησμονώ κάτι (Σοφ.)
μζ) «τίθεμαι συγγνωμοσύνην» — συγχωρώ (Σοφ.)
μη) «τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι» — θα εκμεταλλευθώ την καλή τύχη τών κυρίων μου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τί-θη-μι, με ενεστ. διπλασιασμό (πρβλ. δί-δω-μι) ανάγεται στην ΙΕ μακρόφωνη ρίζα *dhē- με αρχική σημ. «τοποθετώ κάτι σε μέρος μόνιμο και σταθερό», από όπου «ιδρύω, θεμελιώνω, δημιουργώ» (πρβλ. θεμέλιο, θέμις, θεσμός). Στη συνέχεια το ρ. χρησιμοποιήθηκε γενικά με τη σημ. «τοποθετώ». Από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας έχει σχηματιστεί ο αόρ. ἔθηκα, που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή: teke και poroteke (= πρόθηκε) και αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. adhāt, αρχ. περσ. adā, λατ. fēcit (απ' όπου ο ενεστ. facio). Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας ανάγονται επίσης ο μέλλ. θήσω, οι παρακμ. τέθηκα και τέθημαι (ενώ οι τ. τέθεικα και τέθειμαι είναι αναλογικοί τών εἷκα, εἷμαι τού ἵημι) και τα παράγωγα θῆμα*, ἀνά-θημα (πρβλ. αρχ. ινδ. dhāman-) και θημών*, θημωνιά. Στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας θε ανάγονται: ο μέσος αόρ. ἔθετο (πρβλ. αρχ. ινδ. adhita) και τα ονοματ. παράγωγα θέσις*, θέμα*, θέτης, θετός (πρβλ. αρχ. ινδ. hita-, λατ. con-ditus), θεμός (απ' όπου τα θέμεθλον, θεμέλιον), θέμις*, θεσμός*. Στην απαθή και ετεροιωμένη βαθμίδα, τέλος, τής ρίζας ανάγονται οι λ. θήκη* και θωμός* (βλ. και λ. θᾶκος, θαμά, θάμνος). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. θέτω βλ. λ..
ΠΑΡ. θέμα, θέση, θετός
αρχ.
θετήρ, θήμα, θημών
αρχ.-μσν.
θέτης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό. Στη Νέα Ελληνική έχει διατηρηθεί μόνο η μέση φωνή, πρβλ. ίστημι). ανατίθημι, αντεπιτίθημι, αντιτίθημι, αποτίθημι, διατίθημι, εκτίθημι, επανατίθημι, επιπροστίθημι, επιτίθημι, μετατίθημι, παρατίθημι, προδιατίθημι, προστίθημι, προτίθημι, συγκατατίθημι, συντίθημι
αρχ.
ειστίθημι, εντίθημι, κατατίθημι, παρακατατίθημι, περιτίθημι προϋποτίθημι, υπερτίθημι, υποτίθημι
νεοελλ.
αποσυντίθεμαι, εναποτίθεμαι
απρόσ. υποτίθεται].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τίθημι — p pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθει — τίθημι p pres imperat act 2nd sg τίθημι p pres imperat act 2nd sg (attic epic) τίθημι p imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) τίθημι p imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθετον — τίθημι p pres imperat act 2nd dual τίθημι p pres ind act 3rd dual τίθημι p pres ind act 2nd dual τίθημι p imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθειμένα — τίθημι p perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθειμένᾱ , τίθημι p perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθειμένᾱ , τίθημι p perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθῆται — τίθημι p pres subj mp 3rd sg τίθημι p pres subj mp 3rd sg (epic ionic) τίθημι p pres ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθῇ — τίθημι p pres subj mp 2nd sg τίθημι p pres subj act 3rd sg τίθημι p pres subj act 3rd sg (epic ionic) τιθή fem dat sg (attic epic ionic) τιθός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθεισθε — τίθημι p perf imperat mp 2nd pl τίθημι p perf ind mp 2nd pl τίθημι p plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέθεισθον — τίθημι p perf ind mp 3rd dual τίθημι p perf ind mp 2nd dual τίθημι p plup ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθεσθε — τίθημι p pres imperat mp 2nd pl τίθημι p pres ind mp 2nd pl τίθημι p imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίθεσθον — τίθημι p pres ind mp 3rd dual τίθημι p pres ind mp 2nd dual τίθημι p imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”